- ὀπισθόκεντρος
- ὀπισθό-κεντρος, mit einem Stachel oder einer Spitze hinten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οπισθόκεντρος — ὀπισθόκεντρος, ον (Α) αυτός που έχει κεντρί πίσω στην ουρά («τετράπτερα μέν, ὅσα μέγεθος ἔχει ἤ ὅσα ὀπισθόκεντρά ἐστι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + κέντρον] … Dictionary of Greek
ὀπισθόκεντρον — ὀπισθόκεντρος with a sting in the tail masc/fem acc sg ὀπισθόκεντρος with a sting in the tail neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοκέντροις — ὀπισθόκεντρος with a sting in the tail masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοκέντρων — ὀπισθόκεντρος with a sting in the tail masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθόκεντρα — ὀπισθόκεντρος with a sting in the tail neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθόκεντροι — ὀπισθόκεντρος with a sting in the tail masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek